-
1 λαγχανω
(ᾰ) (fut. λήξομαι - ион. λάξομαι, aor. ἔλ(λ)ᾰχον, pf. εἴληχα - эп.-ион. λέλογχα; pass.: aor. ἐλήχθην, pf. εἴληγμαι)1) (тж. λ. κλήρῳ Hom., Plut., κλῆρον NT. и ἀπὸ κλήρου Plut. или λ. πάλῳ Her., Aesch.) получать в удел, обретать по жребию или по воле судьбы(χρυσὸν καὴ χαλκόν, ληΐδος αἶσαν Hom.; πόλιν τινός Plat.; εἰληχὼς τιμήν τινα Arst.; τοῦ δυστυχοῦς Plut.)
ἀρχέν λαχεῖν Arph. — получить по жребию служебное назначение;τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς λαχεῖν Thuc. — получить в удел славную кончину;ἐπὴ (πρὸς или ἐν) πύλαις λαχεῖν Aesch. — получить пост у ворот (в качестве боевого участка);οἱ λαχόντες Thuc. — те, на которых пал жребий или соответственно жребию;ὅ λαχὼν πολεμαρχέειν Her. — тот, на которого пал жребий принять командование;ὅ λαχὼν βασιλεύς Dem. — избранный по жребию царем2) юр. (об исках, порядок слушания которых определялся жребием)λ. δίκην τινί Plat. и πρός τινα Lys. — вчинять иск кому-л., подавать жалобу на кого-л.;
τοῦ κλήρου τέν δίκην λ. Isae. — вчинять иск о наследстве;λ. τινὴ φόνου Dem. — привлекать кого-л. к судебной ответственности за убийство;λ. δίκην τινὴ εἴς τινά τινος Dem. — подавать жалобу на кого-л. кому-л. из-за чего-л.;λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Isae. — подавать жалобу архонту3) братьλ. δώρων ἐκ Πριάμοιο Hom. — получать дары от Приама;
πατρῴων λαχεῖν Eur. — получить отцовское наследство;οὐχ ἥδε χρυσῆς ἀξία τιμῆς λαχεῖν ; Soph. — разве она не достойна лучшей (досл. золотой) награды?;μικρὸν ὕπνου λαχών Xen. — заснув ненадолго4) предоставлять, приобщатьπυρὸς θανόντα λ. Hom. — предавать мертвеца сожжению
5) выпадать по жребию, доставаться на долюἐς ἑκάστην (νῆα) ἐννέα λάγχανον αἶγες Hom. — на каждый корабль пришлось по девяти коз;
τὸ λαχὸν μέρος Plat. — доставшееся на долю, жребий6) тянуть или бросать жребий(περί τινος Dem., NT.)
-
2 επιδικαζω
юр.1) присуждать(κλῆρόν τινι Isae., Dem.)
ὅ ἐπιδεδικασμένος καὴ ἔχων τὸν κλῆρον Dem. — выигравший дело о наследстве2) med. (тж. ἐ. ἐν ἀγορᾷ Plat.) требовать себе по суду(τῆς οὐσίας Isocr.; τοῦ κλήρου Lys., Dem.)
ἐ. τῆς ἐπικλήρου Dem. — добиваться в судебном порядке руки наследницы;ἥ ἐπιδικασθεῖσα Isae., Diod. — наследница, о претензии на руку которой заявлено в суд3) med. добиваться, претендовать(τῆς μέσης χώρας Arst.)
-
3 ημικληριον
-
4 ληξις
I- εως ἥ [λαγχάνω]1) получение по жребию(ἀρχῆς Plat.)
2) выпавшее на долю, доля, удел Plat.3) юр. (тж. λ. δίκης Plat., Dem.) исковое заявление, предъявление иска Plat., Isae., Aeschin.λ. τοῦ κλήρου Isae. — иск о вводе в наследство
II- εως ἥ [λήγω] прекращение, окончание(μόχθων Aesch.)
-
5 παρακαταβαλλω
(эп. aor. 2 παρακάββαλον)1) сваливать, складывать(ὕλην Hom.)
2) накидывать, надевать(ζῶμά τινι Hom.)
3) (тж. π. τοῦ κλήρου Dem.) вносить залог в обеспечение своего иска о наследстве Isae.4) med. прилагать к своему заявлению проект закона, т.е. вносить в качестве законопроекта, представлять на утверждение(ψήφισμα Polyb.)
-
6 τιμη
дор. τῑμά ἥ1) определение стоимости, оценка(τοῦ κλήρου Plat.)
τ. τῆς ἀξίας τινός Arst. — мерило ценности чего-л.2) цена, стоимость(τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν Lys., Plat.)
εἰπεῖν τιμάς Plat. — назначить цены3) вырученная сумма, выручкаἡ τ. τῆς λείας Xen. — сумма, вырученная от (продажи) добычи
4) возмещение(τιμέν ἀποτίνειν τινί Hom.)
5) отплата, местьὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκα τιμῆς Hom. — (Патрокл), который пал, мстя за меня
6) наказание, караοὐ σέ αὕτη ἥ τ. Plat. — эту кару нести не тебе, т.е. твоей вины тут нет
7) честь, почет(τ. καὴ κῦδος Hom.; προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμέν οὐκ ἔχει погов. NT.)
τιμῇ Soph. — с честью8) почитание, уважениеτ. θεῶν Hom. — почитание богов (ср. 7);
τιμῆς ἕνεκα Xen. — в виде (из) уважения (ср. 5);ἥ ὑπὸ πάντων τ. Xen. — всеобщее уважение9) воздаяние, вознаграждение, награда10) культ. приношение, дарыγάποτοι τιμαὴ νερτέροις θεοῖς Aesch. — впитываемые землей подношения (т.е. возлияния) подземным богам
11) достоинство, сан, почетное звание, постοἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς καὴ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς Plat. — занимающие государственные должности и прочие почетные места;
τιμέν ἔχειν προσάγειν τοὺς δεομένους Xen. — иметь обязанностью вводить просителей, т.е. занимать пост секретаря;ἐκβαλεῖν τινα ἐκ τῆς τιμῆς Xen. — смещать кого-л. с должности;τ. ἄχαρις Her. — неприятная обязанность -
7 κλήρος
κλήρος οдуховенство, клир Церкви:ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι) высший клир (епископы, священники, дьяконы)
κατώτερος κλήρος (υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες) низший клир (иподьяконы, чтецы, певчие)
Этим.< дргр. κλήρος, первоначальное значение «часть (от целого) < κλώ (-άω) «разделять, разъединять» < инд. qul(e) «разъединять». Церковное значение слова восходит к средневековью. Из греческого слово вошло во многие языки: англ. clergy, лат. clericus, рус. клирик5
См. также в других словарях:
Ιωάννης του Σταυρού — (Juan de la Cruz, 1542 – 1591).Ισπανός μυστικιστής ποιητής. Σε ηλικία 21 ετών έγινε μέλος του τάγματος των Καρμηλιτών και μετονομάστηκε από Αλφόνσο σε Ιωάννη. Χάρη στη βαθιά του πίστη στον Θεό, στην αγνότητα του χαρακτήρα του και στη φιλομάθειά… … Dictionary of Greek
γαλλικανισμός — (gallicanisme). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των νεωτεριστικών τάσεων του γαλλικού κλήρου στον πνευματικό, λειτουργικό, κοινωνικό και οργανωτικό τομέα στα τέλη του 16ου και ολόκληρο τον 17o αι., με σκοπό τον περιορισμό των εξουσιών… … Dictionary of Greek
Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… … Dictionary of Greek
κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… … Dictionary of Greek
НАСЛЕДСТВА ПРАВО — • Hereditas. I. Аттическое. В Афинах право наследства зависело от того, оставил ли умерший завещание или нет. До Солона нельзя было завещать имущество, но оно оставалось во владении рода (γένος). Солоново законодательство… … Реальный словарь классических древностей
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek